- επιτρέφω
- ἐπιτρέφω (Α) [τρέφω]1. τρέφω επί πλέον, κάνω να αυξηθεί κάτι επί πλέον ή πάνω σε κάτι2. γεν. τρέφω, διατρέφω, διατηρώ3. μαθ. συντελώ στην αύξηση4. παθ. ἐπιτρέφομαια) γεννιέμαι κατόπιν, ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν ὕστερον ἐπιτραφέντων βασιλέων», Ηρόδ.)β) μορφώνομαι, σχηματίζομαι πάνω σε κάτιγ) μορφώνομαι, σχηματίζομαι πάνω σε κάτιδ) ανατρέφομαι ως διάδοχος ή ανταγωνιστής.
Dictionary of Greek. 2013.